ἐσέν

ἐσέν
εἰσίημι
sendinto
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Έσεν — I (Hessen). Ομοσπονδιακό κρατίδιο (21.114 τ. χλμ., 6.077.826 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στην κεντρική ζώνη της χώρας. Κατά τα μέσα του 13ου αι. το Έ. ήταν ήδη ανεξάρτητο και, μολονότι είχε διαμορφωθεί σε αδιαίρετο λανδγραβάτο, διαμελίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Έσεν, Σεργκέι — (Ιστ Σιζσόλκ [σημερινό Σοτσέτιφκαρ] 1887 – Λοτζ, Πολωνία 1950). Ρώσος παιδαγωγός. Το 1904 τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε βαριές σχολικές τιμωρίες, γιατί πήρε μέρος σε επαναστατικές σπουδαστικές κινήσεις· συμπλήρωσε αργότερα τις πανεπιστημιακές …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ντάρμστατ — (Darmstadt). Πόλη (137.800 κάτ. το 2003) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Έσεν (21.114 τ. χλμ., 6.077.826 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων του Όντενβαλντ, λίγο νοτιότερα της Φρανκφούρτης επί του Μάιν και όχι μακριά από τη… …   Dictionary of Greek

  • εκλέκτορας — Τίτλος –στα γερμανικά Kurfϋrsten– που έφεραν μερικοί από τους ηγεμόνες των γερμανικών κρατών και ορισμένοι εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι οποίοι από το 1204 συμμετείχαν στην εκλογή του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το έτος αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • Κρουπ — (Krupp). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών μεγαλοβιομηχάνων. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Έσεν τον 16ο αι. και η επιχειρηματική τους δραστηριότητα ξεκίνησε περίπου το 1810, με την κατασκευή ενός μικρού χυτηρίου από τον Φρίντριχ Κ. (1787 1826).… …   Dictionary of Greek

  • Μπέντεκερ, Καρλ — (Karl Baedeker, Έσεν 1801 – Κόμπλεντς 1859). Γερμανός βιβλιοπώλης και εκδότης. Γιος ενός βιβλιοπώλη του Έσεν, άνοιξε το 1827 δικό του βιβλιοπωλείο στο Κόμπλεντς. Το 1839 η δημοσίευση της αφήγησης του ταξιδιού στο Ρήνο, την οποία είχε αγοράσει από …   Dictionary of Greek

  • Πρωσία — (Preussen). Ιστορική περιοχή της Γερμανίας που μέχρι το 1945 αποτελούσε την περισσότερο εκτεταμένη περιοχή της χώρας με 13 επαρχίες, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Βερολίνου. Μετά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. εξαφανίστηκε από τις εσωτερικές… …   Dictionary of Greek

  • Ρηνανία Βόρεια-Βεστφαλία — (Nordrhein Westfalen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο και ορίζεται από τα ομόσπονδα κράτη της Κάτω Σαξονίας στα Β και στα ΒΑ, της Έσσης στα ΝΑ και της Ρηνανίας… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος Α’ — (1676 – 1751). Βασιλιάς της Σουηδίας, γιος του Καρόλου του ‘Εσεν. Ως αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος του Έσεν, ο Φ. πήρε μέρος στον πόλεμο για τη διαδοχή της Ισπανίας. Το 1715 πήγε στη Σουηδία, όπου, μετά τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”